μπελαλίδικος

μπελαλίδικος
-η, -ο θηλ. και -ια
1. αυτός που προξενεί μπελάδες
2. δύσκολος, δυσχερής, κοπιαστικός («δουλειά μπελαλίδικη»).
επίρρ...
μπελαλίδικα
με μπελαλίδικο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali + κατάλ. -ίδικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπελαλίδικος — η, ο (λ. τουρκ.), αυτός που προκαλεί μπελάδες, ο ενοχλητικός: Τα κατοικίδια συχνά είναι μπελαλίδικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπελαλής — ο αυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”